- σπαρτοφόρος
- -ον, Α(για τόπο) αυτός που παράγει σπάρτα, γεμάτος σπάρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + -φόρος* (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαρτοφόρον — σπαρτοφόρος bearing the shrub masc/fem acc sg σπαρτοφόρος bearing the shrub neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARTHAGO Nova — I. CARTHAGO Nova urbs maritima Americae meridionalis in novo regno Granatae Episcopalis sub Archiepiscopo S. Fidei de Bogota. Gaudet portu tutô et capacissimô, permunita, cum duobus fortalitiis. Hinc Regio adiacens Covernacion de Cartagena,… … Hofmann J. Lexicon universale
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek